- μαγίστωρ
- μαγίστωρ, ὁ (ΑM, Μ και μαΐστωρ και μαΐστορας)βλ. μάγιστρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάγιστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες … Dictionary of Greek
μαΐστωρ — ο (Μ μαΐστωρ και μαγίστωρ, ορος) 1. (κατά τη βυζαντινή εποχή) δάσκαλος τού εκκλησιαστικού χορού, ο οποίος διέθετε στους ψάλτες τα ιερά άσματα και όριζε το μέτρο και την τάξη τους, αλλ. δομέστικος 2. αξιωματούχος δυτικού μοναχικού τάγματος.… … Dictionary of Greek
μαγιστόριον — μαγιστόριον, τὸ (Μ) [μαγίστωρ] η υπηρεσία τού μαγίστρου … Dictionary of Greek
Ιγνάτιος — I (Κωνσταντινούπολη 798; – 877). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (846 858, 867 877) και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ A’ του Ραγκαβέ και το κοσμικό όνομά του ήταν Νικήτας. Δέχτηκε το μοναχικό σχήμα σε ηλικία… … Dictionary of Greek